ζωολόγος

ζωολόγος
ο, η
επιστήμονας που ασχολείται συστηματικά με τη ζωολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. zoologue < zoo- (πρβλ. ζω(ο)- [ΙΙ]*) + -logue (πρβλ. -λόγος < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Αδάμ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζωολόγος — ο, η επιστήμονας που μελετά τα ζώα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • εμβρυολογία — Επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη των οργανισμών, από τις πρώτες διαιρέσεις του ζυγωτού έως την ολοκλήρωση του σχηματισμού των οργάνων του ατόμου. Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι περιγραφικές (ε. των φυτών· ε. των ζώων· ε. του ανθρώπου),… …   Dictionary of Greek

  • εντομολογία — Η επιστήμη που μελετά τα έντομα. Η ε. είναι ένας από τους κλάδους της ζωολογίας που έχει μελετηθεί περισσότερο, όχι μόνο από ειδικούς επιστήμονες, αλλά και από ερασιτέχνες, συχνά άριστους, τους οποίους προσέλκυσε ο μεγάλος αριθμός και η ποικιλία… …   Dictionary of Greek

  • ερπετολόγος — ο ο ειδικός στην ερπετολογία, ο ζωολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερπετό + λόγος (< λέγω)] …   Dictionary of Greek

  • ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… …   Dictionary of Greek

  • ζωογράφος — ο (Α ζωογράφος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. 1. ο ζωογράφος α) ο ζωγράφος ζώων, αυτός που ασχολείται με τη ζωογραφία, την απεικόνιση ζώων β) ο ζωολόγος που ασχολείται ειδικά με την περιγραφή τών ζώων, με τη ζωογραφία (2) αρχ. μτγν. τ. αντί… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοζωολόγος — ο, η επιστήμονας που έχει ως αντικείμενο μελέτης του την παλαιοζωολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. paleozoologiste (< παλαιο * + ζωολόγος)] …   Dictionary of Greek

  • προτεραιότητα — η, Ν 1. το να βρίσκεται κανείς ή κάτι πριν από κάποιον ή κάτι άλλο, το να προηγείται στη σειρά, την τάξη ή τον χρόνο 2. φρ. α) «δικαίωμα προτεραιότητας» i) το δικαίωμα που έχει κανείς λόγω ανώτερης θέσης την οποία κατέχει ή λόγω προηγούμενων… …   Dictionary of Greek

  • Γκράσι, Τζοβάνι Μπατίστα — (Giovanni Battista Grassi, Ροβελάσκα, Κόμο 1854 – Ρώμη 1925).Ιταλός ζωολόγος. Μελέτησε πολλά παράσιτα, ζώα και φυτά, η θεμελιώδης όμως συμβολή του ήταν στον αγώνα εναντίον της ελονοσίας. Διαπίστωσε ότι ο κώνωψ ο ανωφελής είναι το γένος των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”